-
1 προς-καθ-ίστημι
προς-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῠσι τρίτον προςκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.
1 προς-καθ-ίστημι
προς-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῠσι τρίτον προςκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.